ὠχραίνω

ὠχραίνω

ὠχραίνω, 1) blaß, bleich machen; δέος ὤχρηνε παρειάς Orph. Arg. 1307; pass. ὠχραίνονται ἢ ἐρυϑαίνονται S. Emp. adv. log. 1, 193. – 2) intrans., blaß, bleich werden, erblassen, blaß, bleich sein, Nic. Th. 254 Al. 438.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ωχραίνω — ὠχραίνω ΝΑ [ὠχρός] 1. καθιστώ κάτι ωχρό, κίτρινο 2. (αμτβ.) είμαι ή γίνομαι ωχρός …   Dictionary of Greek

  • ωχραίνω — ώχρανα, ωχράνθηκα 1. κάνω κάτι κίτρινο, το κιτρινίζω. 2. γίνομαι κίτρινος, χάνω το χρώμα μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ωχραντικός — ή, όν, Α [ὠχραίνω] αυτός που καθιστά κάποιον ή κάτι ωχρό. επίρρ... ὠχραντικῶς Α (ιδίως για τους πάσχοντες από ίκτερο) κατά τρόπο ωχραντικό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”