- ὠχραντικός
ὠχραντικός, blaß, bleich machend, adv. ὠχραντικῶς, Sext. Empir. adv. log. 1, 192. 198.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὠχραντικός, blaß, bleich machend, adv. ὠχραντικῶς, Sext. Empir. adv. log. 1, 192. 198.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ωχραντικός — ή, όν, Α [ὠχραίνω] αυτός που καθιστά κάποιον ή κάτι ωχρό. επίρρ... ὠχραντικῶς Α (ιδίως για τους πάσχοντες από ίκτερο) κατά τρόπο ωχραντικό … Dictionary of Greek
ὠχραντικῶς — ὠχραντικός making pale adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωχροποιός — όν, ΜΑ ὠχραντικός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠχρός + ποιός*] … Dictionary of Greek