- παγ-γήρως
παγ-γήρως, ganz, sehr alt, Tzetz. ad Lycophr. 826.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παγ-γήρως, ganz, sehr alt, Tzetz. ad Lycophr. 826.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πάχνη — Στερεό προϊόν της συμπύκνωσης των υδρατμών του αέρα, με απευθείας μετάβαση από την αέρια στη στερεά κατάσταση, υπό μορφή μορίων ή βελονών πάγου που επικάθονται στο έδαφος και στις διάφορες εκτεθειμένες στο ύπαιθρο επιφάνειας. Το φαινόμενο της π.… … Dictionary of Greek