- πνιγή
πνιγή, ἡ, das Ersticken, Würgen, der Krampf, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πνιγή, ἡ, das Ersticken, Würgen, der Krampf, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πνιγῆ — πνιγεύς damper masc nom/voc/acc dual πνιγεύς damper masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνιγῇ — πνίγω choke aor subj pass 3rd sg πνιγῆι , πνιγεύς damper masc dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνίγη — πνίγω choke aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) πνί̱γη , πνῖγος choking neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πνί̱γη , πνῖγος choking neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνίγῃ — πνί̱γῃ , πνίγω choke pres subj mp 2nd sg πνί̱γῃ , πνίγω choke pres ind mp 2nd sg πνί̱γῃ , πνίγω choke pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνίγω — ΝΜΑ 1. θανατώνω εμποδίζοντας την αναπνοή, με βύθιση στο νερό ή στραγγαλισμό ή εισπνοή δηλητηριωδών αερίων 2. (σχετικά με άγρια βότανα ή θάμνους) περιτυλίγομαι γύρω από ένα φυτό σφίγγοντάς το, με αποτέλεσμα να μαραθεί (α. «τα αγριάγκαθα έπνιξαν… … Dictionary of Greek
ύδωρ — το / ὕδωρ, ατος, ΝΜΑ, και ὕδρω, και βοιωτ. τ. οὕδωρ και μτγν. ὕδος, Α (στην νεοελλ. λόγιος τ.) το νερό 2. φρ. α) «γην και ύδωρ» βλ. γη β) «ύδατος και γης απαγόρευσις» (στην αρχ. Ρώμη) μορφή εκούσιας εξορίας ενός εγκληματία στον οποίο απαγορευόταν … Dictionary of Greek