ὠστισμός

ὠστισμός

ὠστισμός, , = ὠϑισμός, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὠστισμός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωστισμός — ὁ, Α [ὠστίζομαι] (κατά τον Μοίρ.) «ὠστισμός, ὠθισμὸς Ἀττικοί, ὠσμὸς Ἕλληνες» …   Dictionary of Greek

  • -ισμός — (ΑΜ ισμός) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. μός, η οποία σχηματίζει μεταρρηματικά παρ. (πρβλ. πνιγ μός < πνίγ ω, συρ μός < σύρ ω) από το θ. σε ισ τού αορ. τών ρ. σε ίζω (πρβλ. εξ ε φόβ ισ α < εκ φοβ ισ μός, χώρ ισ α > χωρ ισ μός). Η κατάλ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”