ὠστός

ὠστός

ὠστός, adj. verb. von ὠϑέω, 1) gestoßen, hin- und hergestoßen, getrieben, gedrängt. – 2) zu stoßen, was sich stoßen läßt, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὠστός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωστός — ή, όν, Α αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να ωθήσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ωσ τού μέλλ. ὤσω τού ρ. ὠθῶ, μτγν. τ. τών σύνθ. σε ωστος (πρβλ. ἄπ ωστος)] …   Dictionary of Greek

  • ὠστόν — ὠστός masc acc sg ὠστός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠστῶ — ὠστός masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνωστίζομαι — Ν (ιδίως για πρόσ.) συνωθούμαι, στρυμώχνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὠστός, ρηματ. επιθ. τού ρ. ὠθῶ + ρηματ. κατάλ. ίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • ωστίζω — Α [ὠστός] (συν. το μέσ.) ὠστίζομαι α) σπρώχνομαι εδώ κι εκεί β) αγωνίζομαι να καταλάβω κάτι («εἰς τὴν προεδρίαν... ὠστίζεται», Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”