- ὠρῡθμός
ὠρῡθμός, ὁ, = ὠρυγμός, Theocr. 25, 217, vom Löwen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὠρῡθμός, ὁ, = ὠρυγμός, Theocr. 25, 217, vom Löwen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὠρυθμός — a howling masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωρυθμός — ὁ, Α 1. ὠρυγμός*, ωρυγή 2. (για λιοντάρι) βρυχηθμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠρύομαι + επίθημα θμός (πρβλ. βρυχη θμός)] … Dictionary of Greek
ὠρυθμοῖο — ὠρυθμός a howling masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠρυθμοῖς — ὠρυθμός a howling masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠρυθμῷ — ὠρυθμός a howling masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠρύγμασιν — ὠρυθμός a howling neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὤρυγμα — ὠρυθμός a howling neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-θμος — επίθημα που εμφανίζεται σε αρκετές λ. τής Αρχαίας, από τις οποίες μερικές μαρτυρούνται και στη Νέα Ελληνική. Προήλθε από τον συνδυασμό τού επιθήματος mo ( μο ) που δηλώνει ενέργεια, με την παρέκταση dh ( θ ) που απαντά και σε άλλα επιθήματα (πρβλ … Dictionary of Greek