ὠρῡδόν, adv., mit Geheul, Gebrüll, heulend, brüllend, Nic. Al. 222.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὠρυδόν — howling indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωρυδόν — Α επίρρ. με ουρλιαχτά, σαν ωρυόμενος λύκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠρύομαι + επιρρμ. κατάλ. δόν (πρβλ. ἀναφαν δόν)] … Dictionary of Greek