- ὠρανός
ὠρανός, ὁ, dor. statt οὐρανός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὠρανός, ὁ, dor. statt οὐρανός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ωρανός — ὁ, Α (δωρ. και βοιωτ. τ.) βλ. ουρανός … Dictionary of Greek
ὠρανός — οὐρανός heaven masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ουρανός — Για τον γήινο παρατηρητή, είναι ο ημισφαιρικός θόλος που φαινομενικά ορίζει το διάστημα και στον οποίο προβάλλονται κατά τη νύχτα οι ορατοί αστέρες. Ο. αποκαλείται και ό,τιδήποτε έχει το σχήμα του ουράνιου θόλου, όπως οροφή ή στέγη σε σχήμα θόλου … Dictionary of Greek
u̯er-2 (*su̯er-) — u̯er 2 (*su̯er ) English meaning: highland, high place, top, high Deutsche Übersetzung: “erhöhte Stelle (in Gelände or in der Haut)” Note: extended u̯er d , u̯er s Material: A. Lat. varus “Gesichtsausschlag, Knöspchen” (= Lith … Proto-Indo-European etymological dictionary
-άνος — ανός (Α άνος, ανός)· [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματική κατάληξη της οποίας το αρχικό φωνήεν α είτε ανήκει σε δισύλλαβη ρίζα (ομηρ. έρανος < *werә nos είτε προέρχεται από ΙΕ *n (βάσκανος βασκαίνω < *βασκn ω). Το επίθημα ανο απαντά κυρίως στον σχηματισμό… … Dictionary of Greek
ωράνα — ἡ, Α [ὠρανός] (κατά τον Ησύχ.) «χελιδόνων ὀροφή» … Dictionary of Greek
ωρανίαφι — Α [ὠρανός] (αιολ. τ.) στον ουρανό … Dictionary of Greek