ἠρεμής

ἠρεμής

(ἠρεμής, ές, = ἠρεμαῖος, nur im comparat.) ἠρεμέστερος, ruhiger, Xen. Cyr. 7, 5, 63, u. adv. ἠρεμεστέρως, 3, 1, 30. Auch Arist. Meteor. 2, 8 u. Theophr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γαλανός — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Γεώργιος. Καταγόταν από το Κεράσοβο της Αιτωλίας. Πήρε μέρος στις επιχειρήσεις των Αγράφων και της Δυτικής Στερεάς. Σκοτώθηκε στην Έξοδο του Μεσολογγίου (1826). 2. Ευάγγελος. Καταγόταν από το Μεσολόγγι. Σκοτώθηκε… …   Dictionary of Greek

  • κλασικισμός — Αισθητική θεωρία η οποία υποστηρίζει ότι το αντικείμενο της τέχνης είναι μια παγκόσμια, αιώνια και αναλλοίωτη ιδέα του ωραίου. Το ωραίο, κατά την άποψη των υποστηρικτών της θεωρίας αυτής, προϋποθέτει την ύπαρξη ρυθμού, μέτρου και ήρεμης… …   Dictionary of Greek

  • νανούρισμα — Τραγούδι με το οποίο αποκοιμούνται τα νήπια.Τα ν. αποτελούνται, σε όλους τους λαούς, από διάφορες επιφωνήσεις που απαγγέλλονται ή τραγουδιούνται σε ήρεμο τόνο. Παρόμοιες επιφωνήσεις είναι και των Ελληνίδων μητέρων: νάνι νάνι, νάνα νάνα, νούνα… …   Dictionary of Greek

  • Αρκαδία — I Αρχαία πόλη της Κρήτης, που ιδρύθηκε πιθανότατα από Αρκάδες της Πελοποννήσου, στη δυτική πλευρά του όρους που λέγεται σήμερα Προφήτης Ηλίας (688 μ.). Η Α. υπήρχε και στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες και μάλιστα ήταν έδρα επισκόπων. II… …   Dictionary of Greek

  • Γιαλλινάς ή Γυαλινάς, Άγγελος — (Κέρκυρα 1857 – 1939). Ζωγράφος. Έγινε διάσημος για τις θαυμάσιες υδατογραφίες του. Μαθήτευσε αρχικά κοντά στον Κερκυραίο ζωγράφο Χαράλαμπο Παχή και συμπλήρωσε τις σπουδές του στη Βενετία, στη Νάπολη και στη Ρώμη. Επιστρέφοντας στην Κέρκυρα,… …   Dictionary of Greek

  • Ιπποθόη — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μία από τις Νηρηίδες, κόρες του Νηρέα και της Δωρίδας, θεότητες της ήρεμης θάλασσας. 2. Μία από τις κόρες του Πελία, που σκότωσαν τον πατέρα τους. 3. Κόρη του Μήστορα, γιου του Περσέα, και της Λυσιδίκης, κόρης του… …   Dictionary of Greek

  • Λόνγκφελοου, Χένρι Γουότζγουερθ — (Henry Wadsworth Longfellow, Πόρτλαντ, Μέιν 1807 – Κέιμπριτζ, Μασαχουσέτη 1882). Αμερικανός ποιητής. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια της Νέας Αγγλίας, σπούδασε στο κολέγιο Μπόουτεν και επισκέφθηκε δύο φορές την Ευρώπη. Το 1836 του ανατέθηκε η… …   Dictionary of Greek

  • Νηρέας — Θεός της ήρεμης θάλασσας στην αρχαία Ελλάδα. Ο Ν. ήταν πατέρας των Νηρηίδων και σύζυγος της Ωκεανίδας Δωρίδας. Ο Ν. ήταν γιος της Γης και του Πόντου. «Άλιον γέροντα» (θαλασσινό γέρο) τον ονομάζει ο Όμηρος εμπνευσμένος από το θέαμα του αφρού που… …   Dictionary of Greek

  • Νηρηίδες — Θεότητες της ήρεμης θάλασσας, φιλικές προς τους ανθρώπους. Ήταν πενήντα κατά τον Ησίοδο, ζούσαν στον βυθό της θάλασσας κοντά στον πατέρα τους, τον οποίο διασκέδαζαν με τους χορούς και τα τραγούδια τους, και δεν αναμειγνύονταν στις υποθέσεις των… …   Dictionary of Greek

  • Ντικτόνιους, Έλμερ — (ElmerDiktonius, Χέλσινγκφορς 1896 – Ελσίνκι 1961). Φιλανδός σουηδόφωνος ποιητής. Γιος εργατών σπούδασε μουσική και σύνθεση στην πατρίδα του και στο εξωτερικό· κατόπιν αφοσιώθηκε αποκλειστικά στη λογοτεχνία και συνδέθηκε με την ομάδα των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”