ῥῡτ-αγωγεύς

ῥῡτ-αγωγεύς

ῥῡτ-αγωγεύς, , das Seil am Halfter, woran das Reitpferd geführt ward, Xen. equit. 7, 1; s. auch ῥυτήρ.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σειραγωγέας — ο / σειραγωγεύς, έως, ΝΑ σχοινί με το οποίο οδηγεί κανείς ζώο, καπίστρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σειρά + ἀγωγεύς «ιμάντας» < ἀγωγός (πρβλ. ρυτ αγωγεύς)] …   Dictionary of Greek

  • ρυταγωγούμενος — η, ο, Ν 1. (για άλογο) (παλαιότερα, στην ομοζυγία τού πεδινού πυροβολικού) αυτός που δεν ιππευόταν αλλά τόν οδηγούσε ο ελάτης τού αριστερού αλόγου με ρυταγωγέα και μαστίγιο 2. (κατ επέκτ.) κάθε άλογο που οδηγείται από ιππέα διαφορετικού αλόγου.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”