ῥῡτός

ῥῡτός

ῥῡτός, 1) gezogen, herbeigezogen, -geschleppt; ῥυτοῖσιν λάεσσιν, mit großen herbeigeschleppten Steinen, Od. 6, 267. 14, 10. – 2) τὰ ῥυτά, poet. = ῥυτήρ, Zügel, ῥυτὰ χαλαίνειν, Hes. Sc. 308.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ῥυτός — quarried masc nom sg ῥῡτός , ῥυτός quarried masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρυτός — (I) ή, όν, Α βλ. ρυτός. (II) ή, όν, Α αυτός που σύρεται, που τόν τραβούν, ελκυστός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ῥυτά τα ηνία αλόγων. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. αβέβαιης ετυμολ. που απαντά μόνο στην φρ. ῥυτοῖσι λάεσσι. Η άποψη ότι η λ. συνδέεται… …   Dictionary of Greek

  • ῥυτοί — ῥυτός quarried masc nom/voc pl ῥῡτοί , ῥυτός quarried masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥυτούς — ῥυτός quarried masc acc pl ῥῡτούς , ῥυτός quarried masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥυτά — ῥυτά̱ , ῥυτή rue fem nom/voc/acc dual ῥυτά̱ , ῥυτή rue fem nom/voc sg (doric aeolic) ῥυτόν neut nom/voc/acc pl ῥυτός quarried neut nom/voc/acc pl ῥυτά̱ , ῥυτός quarried fem nom/voc/acc dual ῥυτά̱ , ῥυτός quarried fem nom/voc sg (doric aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φονόρυτος — και, για μετρικούς λόγους, φονόρρυτος, ον, Α αυτός που στάζει αίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φόνος + ρυτος (< ῥυτός < ῥέω), πρβλ. αἱμό ρυτος, ἐλαιό ρυτος] …   Dictionary of Greek

  • ῥυτῶν — ῥυτή rue fem gen pl ῥυτόν neut gen pl ῥυτός quarried fem gen pl ῥυτός quarried masc/neut gen pl ῥῡτῶν , ῥυτός quarried fem gen pl ῥῡτῶν , ῥυτός quarried masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥυτόν — neut nom/voc/acc sg ῥυτός quarried masc acc sg ῥυτός quarried neut nom/voc/acc sg ῥῡτόν , ῥυτός quarried masc acc sg ῥῡτόν , ῥυτός quarried neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάνρυτος — ον, Α πάρα πολύ ρευστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ρυτος (< ῥυτός < ῥέω), πρβλ. αγνό ρυτος] …   Dictionary of Greek

  • κλεψίρρυτος — κλεψίρρυτος, ον (Α) 1. αυτός που ρέει κρυφά 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ Κλεψίρρυτος ονομασία μικρού ρεύματος στην Αθήνα, το οποίο σε κάποιο τμήμα του έρρεε κάτω από το έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψι (< κλέπτω) + ρυτος (< ρυτός < ρέω), πρβλ. μελί… …   Dictionary of Greek

  • ρέω — ῥέω, ΝΜΑ, και επικ. τ. ῥείω Α 1. χύνομαι, τρέχω, κυλώ (α. «τα δάκρυά της έρρεαν ποτάμι» β. «ἔρρεεν αἷμα», Ομ. Ιλ.) 2. αναβλύζω, ξεχύνομαι (α. «το νερό τής βρύσης έρρεε άφθονο» β. «[πηγὴ] ὕδατι ῥέει», Ομ. Ιλ.) 3. φρ. «τα πάντα ρει» τα πάντα κυλούν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”