- ῥῄτερος
ῥῄτερος, ion. zsgzgn statt ῥηΐτερος, Lob. Phryn. p. 402.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥῄτερος, ion. zsgzgn statt ῥηΐτερος, Lob. Phryn. p. 402.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ρήτερος — και ῥηΐτερος, έρα, ον, Α (συγκρ. τ. τού ῥᾷδιος) βλ. ῥᾴτερος … Dictionary of Greek
ράτερος — και ῥηΐτερος και ῥῄτερος, έρα, ον, Α (συγκρ. τ.) ευκολότερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥᾷ* + κατάλ. τερος τού συγκριτικού βαθμού] … Dictionary of Greek
ρηΐτερος — έρα, ον, Α (επικ. και ιων. τ.) βλ. ῥῇτερος … Dictionary of Greek