- ῥῃστώνη
ῥῃστώνη, ἡ, ion. statt ῥᾳστώνη, Her.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥῃστώνη, ἡ, ion. statt ῥᾳστώνη, Her.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ρηστώνη — ἡ, Α ιων. τ. βλ. ραστώνη … Dictionary of Greek
ραστώνη — η, / ῥᾳστώνη, ΝΜΑ, και ιων. τ. ῥῃστώνη Α 1. νωθρότητα, νωχέλεια, αδράνεια (α. «πρέπει να βάλετε τα δυνατά σας, γιατί πέρασε η περίοδος τής ραστώνης» β. «ἡ καθ ἡμέραν ῥᾳστώνη καὶ ῥαθυμία», Δημοσθ.) 2. ραθυμία, μαλθακότητα, αποχαύνωση (α. «ῥᾳστώνη… … Dictionary of Greek