- ῥίζηθεν
ῥίζηθεν, adv., von der Wurzel aus, Ap. Rh. 3, 1400, auch ῥιζόϑεν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥίζηθεν, adv., von der Wurzel aus, Ap. Rh. 3, 1400, auch ῥιζόϑεν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥίζηθεν — from the roots indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρίζηθεν — Α επίρρ. από τη ρίζα, σύρριζα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ. γαίη θεν)] … Dictionary of Greek
κατημύω — (Α) 1. κλίνω προς τα κάτω, πέφτω κάτω (ἔρνεα... κατημύουσιν κλασθέντα ῥίζηθεν», Απολλ. Ρόδ.) 2. μτφ. κάνω κάτι να κλίνει προς τα κάτω, να καταπέσει («κατήμυσαν δ ἀχέεσσι θυμόν», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἠμύω «κλίνω, γέρνω»] … Dictionary of Greek
ρίζα — η / ῥίζα, ΝΑ, και ιων. τ. ῥίζη και αιολ. τ. βρίζα Α 1. βοτ. το κατά κανόνα υπόγειο τμήμα τού σώματος ενός φυτού, κύριες λειτουργίες τού οποίου είναι η στήριξη τού φυτού, η πρόσληψη από το έδαφος νερού και των διαλυμένων σ αυτό ανόργανων αλάτων,… … Dictionary of Greek