- ῥίψ-οπλος
ῥίψ-οπλος, die Waffen wegwerfend, Aesch. Spt. 297.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥίψ-οπλος, die Waffen wegwerfend, Aesch. Spt. 297.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαλκέοπλος — ον, Α αυτός που έχει χάλκινα όπλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκε(ο) (βλ. λ. χαλκ[ο] ) + οπλος (< ὅπλον), πρβλ. εὔ οπλος, ῥίψ οπλος] … Dictionary of Greek
φέροπλος — ον, Α αυτός που έχει όπλα, οπλισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + οπλος (< ὅπλον), πρβλ. ῥίψ οπλος] … Dictionary of Greek