- ῥίψ-ασπις
ῥίψ-ασπις, ιδος, Schildwegwerfer, der in der Schlacht den Schild Wegwerfende und Entfliehende; Ar. Nubb. 352 Pax 1152; ἀνδρὶ ῥιψάσπιδι, Plat. Legg. XII, 944 b; Plut. Pelop. 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥίψ-ασπις, ιδος, Schildwegwerfer, der in der Schlacht den Schild Wegwerfende und Entfliehende; Ar. Nubb. 352 Pax 1152; ἀνδρὶ ῥιψάσπιδι, Plat. Legg. XII, 944 b; Plut. Pelop. 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύασπις — άσπιδος, ὁ, ἡ, Α (για στρατό) αυτός που φέρει πολλές ασπίδες, πολλούς ασπιδοφόρους, πολυπληθής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἀσπίς, ίδος (πρβλ. μίκρ ασπις, ρίψ ασπις)] … Dictionary of Greek
φέρασπις — άσπιδος, ό, ἡ, Α αυτός που φέρει ασπίδα («φέρασπις Αἴας», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + ασπις (< ἀσπίς, ίδος), πρβλ. ῥίψ ασπις] … Dictionary of Greek
μίκρασπις — και σμίκρασπις, ιδος, ό και ἡ (Α) αυτός που έχει μικρή ασπίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + ἀσπίς, ίδος (πρβλ. ρίψ ασπις] … Dictionary of Greek