- ῥέγος
ῥέγος, τό, = ῥῆγος, Anacr. bei E. M. 703, 28; VLL. erklären βάμμα, also von gefärbten Gewändern.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥέγος, τό, = ῥῆγος, Anacr. bei E. M. 703, 28; VLL. erklären βάμμα, also von gefärbten Gewändern.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥέγος — rug neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρέγος — εος, τὸ, Α βλ. ῥῆγος … Dictionary of Greek
ρήγος — και ρέγος, ρήγεος, τὸ, Α 1. κάλυμμα κλίνης ή καθίσματος, ιδίως από μαλλί («ἔβαλλε θρόνοις ἔνι ῥήγεα καλὰ πορφύρεα καθύπερθ », Ομ. Οδ.) 2. (πιθ) ένδυμα, ρούχο 3. (κατά τού Ησύχ.) «ῥῆγος ράκος, περίστρωμα, σπάραγμα, προσκεφάλαιον». [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek