- ῥέεθρον
ῥέεθρον, τό, ion. u. poet. = ῥεῖϑρον, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥέεθρον, τό, ion. u. poet. = ῥεῖϑρον, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ρέεθρον — τὸ, Α βλ. ρείθρο … Dictionary of Greek
ῥέεθρον — ῥεῖθρον that which flows neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρείθρο — το / ῥεῑθρον, ΝΜΑ, και ιων. και ποιητ. τ. ῥέεθρον Α ρυάκι, ρεύμα νερού (α. «Στυγὸς ὕδατος αἰπὰ ῥέεθρα», Ομ. Ιλ. β. «ῥέεθρον ἁγνοῡ Στρυμόνος», Αισχύλ. γ. «ἐκτρέψασα τοῡ ποταμοῡ τὸ ῥέεθρον», Ηρόδ.) 2. η κοίτη τού ποταμού, η ροή τού ποταμού μέσα… … Dictionary of Greek
-θρο(ν) — το επίθημα θρο(ν), όπως και το θηλ. θρα, εμφανίζει αρκετά μεγάλη παραγωγικότητα στην Αρχαία, Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική. Το θ τού επιθήματος είναι πιθ. τής ίδιας προέλευσης όπως και στα θλο *, θμο *. Πρόκειται για παλαιότατο επίθημα, το οποίο… … Dictionary of Greek
ACCESSUS seu ACCESSIO — ACCESSUS, seu ACCESSIO de Mari, cum crescit, Lat. Venilia, vide ibi. Item de Nilo. Seneca, l. 4. Natural. Quaesi. c. 2. Nilus autem per quatuor menses liquitur, et aequalis illi accessio est. Quod Herodot. de eodem flumine loquens, πελάζειν vocat … Hofmann J. Lexicon universale
DIONYSIUS Periegetes — temporibus Augusti, scripsit Geographiam versibus hexametris Graecis, quae hodie exstat: quod opus ἷςτορικὸν καλοῦσιν οἱ παλαιοὶ: ut ait Eust. Schol. Idem vixisse eum ait οὐχ ὑπὸ τῶ ὑπάτων, ἀλλ᾿ ἐπὶ τῶ ἀνάκτων, non sub Consulibus sed sub… … Hofmann J. Lexicon universale
RHEBAS qui et RHEBUS Valer — RHEBAS, qui et RHEBUS Valer Flacco, l. 4. v. 698. Rhebanus Orpheo, Rhebaeus Apollonio, fluv. Bithyniae ex Olympo monte oriens et in Euxinum mare apud Psillidem labens. De hoc Dionysius: Bithynia laeta quidem regio atque omni referta ubertate,… … Hofmann J. Lexicon universale
αειρέεθρος — ἀειρέεθρος, ον (Μ) όποιος αέναα, διαρκώς ρέει (πρβλ. αέναος). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + ῥέεθρον, συνηρ. ῥεῖθρον (ρεύμα, ροή ποταμού) < ῥέω] … Dictionary of Greek
ευρυρέεθρος — εὐρυρέεθρος, ον (Α) αυτός που έχει ευρύ ρείθρο, πλατιά κοίτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + ρέεθρον «ρείθρον»] … Dictionary of Greek
θέλω — (AM θέλω και ἐθέλω) 1. έχω την επιθυμία ή την ανάγκη ή την πρόθεση να κάνω κάτι ή να πω κάτι, επιθυμώ (α. «θέλω να φάω» β. «εἰ σύ γε σῷ θυμῷ ἐθέλεις», Ομ. Ιλ.) 2. επιθυμώ πολύ, επιζητώ (α. «θέλει να προκόψει» β. «πάντ ἐθέλω δόμεναι», Ομ. Ιλ.) 3.… … Dictionary of Greek
καλλιρέεθρος — και καλλιρρέεθρος ον (Α) αυτός που ρέει όμορφα («ἐς κρήνην... καλλιρέεθρον», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + ρέεθρος (< ῥέεθρον < ῥέω), πρβλ. ευρυ ρέεθρος, ωκυ ρέεθρος] … Dictionary of Greek