- ῥέγχος
ῥέγχος, τό, = ῥέγκος, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥέγχος, τό, = ῥέγκος, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ρέγχος — και ῥέγκος, τὸ, Α ροχαλητό, ρεγχασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. ῥέγχος / ῥέγκος συνδέονται με το ρ. ῥέγχω* / ῥέγκω] … Dictionary of Greek
ρέγχη — ἡ, Α το ῥέγχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού ῥέγχος / ῥέγκος] … Dictionary of Greek
ρεγκος — τὸ, Α βλ. ῥέγχος … Dictionary of Greek
ρεγχώδης — και ῥεγκώδης, ῶδες, Α [ῥέγχος / ῥέγκος] αυτός που ηχεί σαν ροχαλητό … Dictionary of Greek