- ῥέγχω
ῥέγχω, gemeine Form statt des att. ῥέγκω; Parmenio 15 (IX, 4); Plut. Cat. mai. 9; u. med., Pallad. 56 (XI, 343).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥέγχω, gemeine Form statt des att. ῥέγκω; Parmenio 15 (IX, 4); Plut. Cat. mai. 9; u. med., Pallad. 56 (XI, 343).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ρέγχω — ῥέγχω ΝΜΑ, και ῥέγκω ΜΑ ροχαλίζω (α. «εἰς τὴν κοίλην τοῡ πλοίου καὶ ἐκάθενδε καὶ ἔρρεγχε», ΠΔ β. «καὶ ῥέγχει καθεύδων», Αριστοτ.) μσν. αρχ. μτφ. (για την ψυχή) κοιμάμαι βαριά, βρίσκομαι σε κατάσταση αναισθησίας και αδιαφορίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ.… … Dictionary of Greek
ῥέγχω — ῥέγκω snore pres subj act 1st sg ῥέγκω snore pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρογκιώ — άω, Α ρέγχω* < ροχαλίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥογκ τής ετεροιωμένης βαθμίδας τού ρ. ῥέγκω / ῥέγχω* + κατάλ. ιῶ τών ρ. που δηλώνουν ασθένεια (πρβλ. ναντ ιῶ)] … Dictionary of Greek
ρογχάζω — ῥογχάζω ΝΑ ρέγχω, ροχαλίζω αρχ. ῥυκανῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥογχ τής ετεροιωμένης βαθμίδας τού ρ. ῥέγχω* + ρηματ. κατάλ. άζω] … Dictionary of Greek
ρύγχος — το / ῥύγχος, ΝΜΑ το πρόσθιο μέρος του κεφαλιού ορισμένων ζώων, το οποίο προεξέχει και περιλαμβάνει κυρίως τη μύτη και το στόμα («ῥιζοφάγον δὲ μάλιστα ἡ ὗς ἐστι τῶν ζῶων, διὰ τὸ εὖ πεφυκέναι τὸ ῥύγχος πρὸς τὴν ἐργασίαν ταύτην», Αριστοτ.) νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek
παραρρέγχω — Α ροχαλίζω δίπλα σε κάποιον ή συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ῥέγχω «ροχαλίζω»] … Dictionary of Greek
ρέγκω — Α βλ. ῥέγχω … Dictionary of Greek
ρέγξις — εως, ἡ, Α [ῥέγχω] ρεγχασμός, ροχαλητό … Dictionary of Greek
ρέγχος — και ῥέγκος, τὸ, Α ροχαλητό, ρεγχασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. ῥέγχος / ῥέγκος συνδέονται με το ρ. ῥέγχω* / ῥέγκω] … Dictionary of Greek
ρέχα — η, Ν [ρέγχω] βλεννώδης ύλη τών βρόγχων ή τών πνευμόνων, το φλέγμα … Dictionary of Greek
ρεγχάζω — Ν ροχαλίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρέγχω, κατά τα ρ. σε άζω] … Dictionary of Greek