- ῥηξί-φρων
ῥηξί-φρων, = ῥηξίνοος, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥηξί-φρων, = ῥηξίνοος, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οιησίφρων — οἰησίφρων, ον (Α) δοκησίσοφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἴησις + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. θελξί φρων, ρηξί φρων] … Dictionary of Greek
ρηξίφρων — ῥήξιφρον, Α (κατά τον Ησύχ.) «καταβαλὼν τὴν φρένα». [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥηξι (βλ. λ. ρήγνυμι) + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. τερψί φρων] … Dictionary of Greek