- ῥημάτιον
ῥημάτιον, τό, dim. von ῥῆμα, Wörtchen, kleines Wort, Ar. Ach. 419 Nub. 932; Luc. Hemot. 79.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥημάτιον, τό, dim. von ῥῆμα, Wörtchen, kleines Wort, Ar. Ach. 419 Nub. 932; Luc. Hemot. 79.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥημάτιον — pet phrase neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρημάτιον — τὸ, Α [ῥῆμα, ατος] (υποκορ. τ. τού ρήμα) 1. μικρή λέξη ή φράση 2. ασήμαντη, χωρίς ουσία, φράση 3. κοινή λέξη, συνηθισμένη έκφραση 4. (με υποτιμητική σημ.) φλυαρία, κενολογία … Dictionary of Greek
ῥηματίοις — ῥημάτιον pet phrase neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥηματίοισι — ῥημάτιον pet phrase neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥηματίοισιν — ῥημάτιον pet phrase neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥηματίου — ῥημάτιον pet phrase neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥηματίων — ῥημάτιον pet phrase neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥηματίῳ — ῥημάτιον pet phrase neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥημάτια — ῥημάτιον pet phrase neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικανικός — ή, ό (AM δικανικός, ή, όν) (για λόγο) αυτός που εκφωνείται στο δικαστήριο νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο δικανικός 1. ο δικανικός λόγος, η αγόρευση στο δικαστήριο 2. ομιλία επιθετική και πομπώδης αρχ. 1. (για πρόσωπο) ο έμπειρος στις δίκες, ο… … Dictionary of Greek
ρηματίσκιον — τὸ, Α [ῥῆμα, ατος] (υποκορ. τ. τού ρήμα) ῥημάτιον* … Dictionary of Greek