- ῥοδαλός
ῥοδαλός, = ῥόδινος, Opp. Cyn. 1, 501, zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥοδαλός, = ῥόδινος, Opp. Cyn. 1, 501, zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ροδαλός — ή, ό / ῥοδαλός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που έχει ρόδινο χρώμα, που το χρώμα του μοιάζει με τού ρόδου, τριανταφυλλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + επίθημα αλός (πρβλ. ομ αλός)] … Dictionary of Greek
ροδαλός — ή, ό ροδοκόκκινος: Ένα ροδαλό αγόρι στεκόταν μπροστά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ῥοδαλόν — ῥοδαλός masc acc sg ῥοδαλός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥοδαλῇσιν — ῥοδαλός fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοκκινοδροσάτος — κοκκινοδροσάτος, η, ο(ν) (Μ) ροδαλός και δροσερός … Dictionary of Greek
πυρράκης — ὁ, ΜΑ 1. (κατά το λεξ. Σούδα) «πυρράκης, ξανθὸς καὶ πυρράκων ὁμοίως» 2. κοκκινωπός, ροδαλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρρός «ερυθρός, κοκκινωπός» + επίθημα άκης (πρβλ. μανδ άκης)] … Dictionary of Greek
ρόδο — το / ῥόδον, ΝΜΑ και αιολ. τ. βρόδον, Α το άνθος τής ροδής, το τριαντάφυλλο (α. «ο Απρίλης με τα λουλούδια κι ο Μάης με τα ρόδα» β. «φύεται αὐτόματα ρόδα», Ηρόδ. γ. «οὔτε γὰρ ἐκ σκίλλης ῥόδα φύεται οὐδ ὑάκινθος», Θέογν.) νεοελλ. φρ. α) «ρόδο τής… … Dictionary of Greek