- ῥηνιουργῆ
ῥηνιουργῆ ἔμβατρα, Poll. 7, 93, eine Art Frauenschuhe.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥηνιουργῆ ἔμβατρα, Poll. 7, 93, eine Art Frauenschuhe.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τυρρηνικουργής — ές, Α αυτός που έχει κατεργαστεί με τυρρηνικό τρόπο («ἐκάλουν δ αὐτὰ τυρρηνικουργῆ ὥσπερ καὶ τὰ ἔμβαθρα ῥηνιουργῆ», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τυρρηνικός + ουργής (< ἔργον*), πρβλ. Ἀττικ ουργής] … Dictionary of Greek