ῥηξι-κέλευθος

ῥηξι-κέλευθος

ῥηξι-κέλευθος, den Weg, die Bahn brechend, Hymn. in Apoll. (IX, 525, 18).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λοξοκέλευθος — λοξοκέλευθος, ον (Α) λοξός, πλάγιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λοξός + κέλευθος «δρόμος» (πρβλ. αιψηρο κέλευθος, ρηξι κέλευθος)] …   Dictionary of Greek

  • ρηξικέλευθος — η, ο / ῥηξικέλευθος, ον, ΝΑ νεοελλ. μτφ. αυτός που επιχειρεί με τόλμη κάτι το νέο, ο καινοτόμος («πρότεινε μια ρηξικέλευθη λύση») αρχ. (ως προσωνυμία τού Απόλλωνος) αυτός που ανοίγει δρόμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥηξι (βλ. λ. ῥήγνυμι) + κέλευθος «οδός,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”