πνιγμός

πνιγμός

πνιγμός, , das Ersticken, Erwürgen; Hippocr.; Xen. Oec. 7, 12; Arist. H. A. 3, 3; ἐν τῷ περὶ τὰς πύλας ὠϑισμῷ καὶ πνιγμῷ διεφϑάρη, Pol. 4, 58, 9; stickende Hitze, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πνιγμός — choking masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνιγμός — Είναι ο τύπος ασφυξίας που προκαλείται όταν υγρά κυρίως μέσα παρακωλύουν την είσοδο αέρα στις αναπνευστικές οδούς. Γενικά αυτό συμβαίνει όταν ολόκληρο το σώμα βυθιστεί στο νερό, αν και, σπανιότερα, ο π. προκαλείται και όταν είναι βυθισμένα σ’ ένα …   Dictionary of Greek

  • πνιγμός — ο θάνατος από ασφυξία, πνίξιμο, ασφυξία: Κάθε καλοκαίρι συμβαίνουν πολλοί πνιγμοί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πνιγμοῖς — πνιγμός choking masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνιγμοῖσι — πνιγμός choking masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνιγμοί — πνιγμός choking masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνιγμοῦ — πνιγμός choking masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνιγμούς — πνιγμός choking masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνιγμῶν — πνιγμός choking masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνιγμῷ — πνιγμός choking masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνιγμόν — πνιγμός choking masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”