παιγμός, ὁ, Scherz, Spiel, Schol. Il. 21, 575.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παιγμός — παιγμός, ὁ (Α) εμπαιγμός, σκώμμα, λογοπαίγνιο, πείραγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. παιγ τού παίζω* (πρβλ. πέπαιγμαι) + κατάλ. μός] … Dictionary of Greek
παιγμός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)