- ῥοδ-ωπός
ῥοδ-ωπός, mit rosigem Gesicht, von rosigem Aussehen, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥοδ-ωπός, mit rosigem Gesicht, von rosigem Aussehen, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλώπις — καλῶπις, ιδος, ἡ (Α) αυτή που έχει ωραία όψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + ωπις (< ωψ, ωπός < *ὤψ, ὠπός «όψη, μάτι, πρόσωπο»), πρβλ. γλαυκ ώπις, ροδ ώπις] … Dictionary of Greek
στενωπός — ή, ό / στενωπός, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ός Ν και ή ΜΑ, και ιων. τ. στεινωπός Α το θηλ. ως ουσ. η στενωπός α) στενή δίοδος, στενό πέρασμα β) στενός δρόμος, σοκάκι γ) στενή διάβαση μεταξύ βουνών, κλεισούρα, δερβένι, τα στενά νεοελλ. κάπως στενός μσν.… … Dictionary of Greek