- ῥηματίσκιον
ῥηματίσκιον, τό, dim. von ῥῆμα, Plat. Theaet. 180 a, Wörtchen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥηματίσκιον, τό, dim. von ῥῆμα, Plat. Theaet. 180 a, Wörtchen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ρηματίσκιον — τὸ, Α [ῥῆμα, ατος] (υποκορ. τ. τού ρήμα) ῥημάτιον* … Dictionary of Greek
ῥηματίσκια — ῥηματίσκιον pet phrase neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)