ῥοιζηδά, = Folgdm, Nic. Al. 182. 498.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥοιζηδά — with rushing sound indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ροιζηδά — Μ επίρρ. θορυβωδώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥοῖζος «θορυβώδης ήχος» + επιρρμ. κατάλ. δά (πρβλ. λαθρη δά)] … Dictionary of Greek