- ῥοιζηδόν
ῥοιζηδόν, adv., unter Geräusch, Geschwirr, Gepfeife; mit rauschender Schnelligkeit, Heftigkeit; Nic. Th. 556; Lycophr. 66.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥοιζηδόν, adv., unter Geräusch, Geschwirr, Gepfeife; mit rauschender Schnelligkeit, Heftigkeit; Nic. Th. 556; Lycophr. 66.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ροιζηδόν — ΜΑ επίρρ. 1. θορυβωδώς, με βοή («ἡμέρα Κυρίου... ἐν ᾗ οὐρανοὶ ῥοιζηδὸν παρελεύσονται», ΚΔ) 2. ορμητικά, πολύ γρήγορα («ῥύακι ῥοιζηδὸν φερομένῳ», Ιωάνν. Χρυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥοῖζος + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. ῥοιβδ ηδόν)] … Dictionary of Greek
MERIDIANUS Daemon — in versino Graeca Psalmo 91. v. 5. et 6.ἀπὸ βέλους πετομένου ἡμέρας, ἀπὸ πρἁτματος εν σκότεί διαπορευομένου, ἀπὸ συμπτώματος καὶ δαιμονίου μεσημβρινοῦ, a sagitta velit ante interdiu: a peste in caligine pervadente, a lue et daemone meridiano.… … Hofmann J. Lexicon universale
-ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… … Dictionary of Greek
ροιβδηδόν — Α επίρρ. ῥοιζηδόν*, με θόρυβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥοῖβδος «σφοδρός ήχος» + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. βαθμ ηδόν)] … Dictionary of Greek
ՏԱԳՆԱՊ — (ի, աւ կամ ով.) NBH 2 0836 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 11c, 12c, 14c գ. ἁγωνία angor, angustia, anxietas συνοχή coarctatio περικατάληψις deprehensio ἁνάγκη necessitas σπουδή studium եւ այլն. Յետին վիշտ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)