ῥογχάζω

ῥογχάζω

ῥογχάζω, = ῥέγχω, Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ρογχάζω — ῥογχάζω ΝΑ ρέγχω, ροχαλίζω αρχ. ῥυκανῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥογχ τής ετεροιωμένης βαθμίδας τού ρ. ῥέγχω* + ρηματ. κατάλ. άζω] …   Dictionary of Greek

  • ῥογχάζειν — ῥογχάζω runcino pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥογχάσαι — ῥογχά̱σᾱͅ , ῥογχάζω runcino fut part act fem dat sg (doric) ῥογχάζω runcino aor inf act ῥογχάσαῑ , ῥογχάζω runcino aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιρρογχάζω — Α περιπαίζω, περιγελώ, εμπαίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ῥογχάζω «ροχαλίζω, βγάζω ρόγχο»] …   Dictionary of Greek

  • ρέγχω — ῥέγχω ΝΜΑ, και ῥέγκω ΜΑ ροχαλίζω (α. «εἰς τὴν κοίλην τοῡ πλοίου καὶ ἐκάθενδε καὶ ἔρρεγχε», ΠΔ β. «καὶ ῥέγχει καθεύδων», Αριστοτ.) μσν. αρχ. μτφ. (για την ψυχή) κοιμάμαι βαριά, βρίσκομαι σε κατάσταση αναισθησίας και αδιαφορίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ.… …   Dictionary of Greek

  • ρογχασμός — ὁ, Α [ῥογχάζω] το ροχαλητό …   Dictionary of Greek

  • ρογχαστής — ὁ, Α [ῥογχάζω] αυτός που ροχαλίζει …   Dictionary of Greek

  • ρογχός — ὁ, Α ῥωχμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ῥογχός έχει σχηματιστεί είτε από την ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας τού ρ. ῥέγχω* είτε υποχωρητικά από τον τ. ῥογχάζω] …   Dictionary of Greek

  • ροχαλίζω — ῥογχαλίζω, ΝΑ, και ρουχαλίζω Ν αναπνέω θορυβωδώς κατά τη διάρκεια τού ύπνου. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ῥογχαλίζω είναι εκφραστικό παράγωγο τού ρ. ρέγχω* σχηματισμένο από την ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας (πρβλ. ρογχάζω) με ένθημα αλ (πρβλ. κογχ αλ ίζω) και… …   Dictionary of Greek

  • ρυγχιάζω — Α [ῥύγχος / ῥυγχίον] (κατά τον Ησύχ.) «ῥογχάζω, ῥέγχω» …   Dictionary of Greek

  • περιερόγχασα — περϊερόγχασα , περί ῥογχάζω runcino aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”