ῥηκτικός

ῥηκτικός

ῥηκτικός, zum Zerreißen, Zerbrechen gehörig, geschickt, Hippocr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ῥηκτικός — apt to burst masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρηκτικός — ή, ό / ῥηκτικός, ή, όν, ΝΑ [ῥήκτης] νεοελλ. φρ. «ρηκτική οβίδα» ή «ρηκτικό βλήμα» βλήμα που προορίζεται για τη διάτρηση πολύ ανθεκτικών στόχων, αλλ. ρήκτης αρχ. 1. ο κατάλληλος ή ικανός για διάρρηξη 2. αυτός που προκαλεί ή επιφέρει διάρρηξη… …   Dictionary of Greek

  • ῥηκτικόν — ῥηκτικός apt to burst masc acc sg ῥηκτικός apt to burst neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥηκτικαί — ῥηκτικός apt to burst fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥηκτική — ῥηκτικός apt to burst fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”