ῥητορεία — ῥητορείᾱ , ῥητορεία oratory fem nom/voc/acc dual ῥητορείᾱ , ῥητορεία oratory fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥητορείᾳ — ῥητορείᾱͅ , ῥητορεία oratory fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρητορεία — η / ῥητορεία, ΝΑ [ῥητορεύω] η ικανότητα τού να ρητορεύει κανείς, η ρητορική τέχνη νεοελλ. 1. το τρίτο είδος τού πεζού λόγου, μετά τον φιλοσοφικό και τον ιστορικό, που ανέπτυξαν οι αρχαίοι Έλληνες και ο οποίος περιλαμβάνει συμβουλευτικούς,… … Dictionary of Greek
ῥητορείας — ῥητορείᾱς , ῥητορεία oratory fem acc pl ῥητορείᾱς , ῥητορεία oratory fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥητορείαν — ῥητορείᾱν , ῥητορεία oratory fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥητορειῶν — ῥητορεία oratory fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥητορεῖαι — ῥητορεία oratory fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥητορείαις — ῥητορεία oratory fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εναγώνιος — α, ο (AM ἐναγώνιος, ον) αυτός που γίνεται με αγώνα ή αγωνία, αγωνιώδης, γεμάτος αγωνία («πάντα τον βίον ἐναγώνιον ἡμῑν εἶναι δεῑ καὶ ἐπίπονον», Ιω. Χρυσόστ.) αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αγώνα, συμμετέχει σε αγώνα ή είναι κατάλληλος… … Dictionary of Greek
εξπρεσιονισμός — Καλλιτεχνικό και λογοτεχνικό κίνημα. Εκδηλώθηκε στη Γερμανία από το 1910 έως το 1925 και αντιπροσωπεύει τη γερμανική παραλλαγή της μεγάλης ευρωπαϊκής επανάστασης της πρωτοπορίας. Τον όρο ε. χρησιμοποίησε πρώτη φορά το 1901 στη Γαλλία ο ζωγράφος… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek