ῥητορικός

ῥητορικός

ῥητορικός, den Redner, Sprecher betreffend, rednerisch; ὁ ῥητορικός, der Redner, bes. Volksredner, wie Isocr. 3, 8 sagt ῥητορικοὺς λέγομεν τοὺς ἐν τῷ πλήϑει λέγειν δυναμένους; vgl. Plat. Phaedr. 260 c, öfter; Ggstz ἀδύνατος λέγειν, Arist. rhet. 2, 2; – ἡ ῥητορική, sc. τέχνη, die Redekunst, Plat. Gorg. 449 d Phaedr. 261 a u. sonst, auch τὸ ῥητορικόν, Phaedr. 266 c. – Adv. ῥητορικῶς, rednerisch; μάλα ἐπιστρεφῶς καὶ ῥητ., Aesch. 1, 71; ῥητορικῶς γάρ με ἐπιχειρεῖς ἐλέγχειν, Plat. Gorg. 471 e.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ῥητορικός — oratorical masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρητορικός — ή, ό / ῥητορικός, ή, όν, ΝΜΑ [ῥήτωρ, ορος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ρήτορα ή στη ρητορεία (α. «ρητορική τέχνη» β. «ῥητορικὴ δεινότης» πάπ.) 2. το θηλ. ως ουσ. η ρητορική σύνολο κανόνων τού προφορικού λόγου και ιδίως τής δημηγορίας, που …   Dictionary of Greek

  • ρητορικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που έχει να κάνει με το ρήτορα ή τη ρητορεία: Οι ρητορικοί λόγοι δε συνηθίζονται πια σήμερα· το θηλ. ως ουσ., ρητορική, η η τέχνη να ρητορεύει κανείς: Η ρητορική καλλιεργήθηκε στην αρχαία Αθήνα στα χρόνια της δημοκρατίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ῥητορικά — ῥητορικός oratorical neut nom/voc/acc pl ῥητορικά̱ , ῥητορικός oratorical fem nom/voc/acc dual ῥητορικά̱ , ῥητορικός oratorical fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥητορικώτερον — ῥητορικός oratorical adverbial comp ῥητορικός oratorical masc acc comp sg ῥητορικός oratorical neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥητορικῶν — ῥητορικός oratorical fem gen pl ῥητορικός oratorical masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥητορικόν — ῥητορικός oratorical masc acc sg ῥητορικός oratorical neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥητορικώτατα — ῥητορικός oratorical adverbial superl ῥητορικός oratorical neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥητορικώτατον — ῥητορικός oratorical masc acc superl sg ῥητορικός oratorical neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥητορικαῖς — ῥητορικός oratorical fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥητορικαί — ῥητορικός oratorical fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”