ῥαιστής

ῥαιστής

ῥαιστής, , der Zertrümmerer, Vernichter (?).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ῥαίστης — ῥᾴδιος easy fem gen sg (attic epic ionic) ῥαΐστης , ῥᾴδιος easy fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιλοραίστης — Ἰλοραίστης και δωρ. τ. Ἰλοραίστας, ὁ (Α) αυτός που καταστρέφει τους Τρώες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Ἴλος + ραίστης (< ραίω «συντρίβω»), πρβλ. ανθρωπο ραίστης, λυκο ραίστης] …   Dictionary of Greek

  • θυμοραϊστής — θυμοραϊστής, ὁ (Α) αυτός που καταστρέφει τη ζωή («θυμοραϊστής θάνατος», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + ραϊστής (< ραίω «σπάζω, καταστρέφω»), πρβλ. κυνο ραϊστής, λυκο ραϊστής] …   Dictionary of Greek

  • ραίω — Α (ποιητ. τ.) 1. συνθλίβω, τσακίζω, συντρίβω («νῆα... ῥαισέμεναι», Ομ. Οδ.) 2. προκαλώ ναυάγιο 3. εξολοθρεύω, εξαφανίζω 4. παθ. ῥαίομαι καταβάλλομαι από τα παθήματα που υφίσταμαι 5. (η μτχ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ ῥαιόμενος ναυαγός. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • -ιστής — (ΑΜ ιστής) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. τής, η οποία στα μεταρρηματικά παράγωγά της δηλώνει τον δράστη μιας ενέργειας (πρβλ. ποιώ > ποιη τής, πολιτεύομαι > πολιτευ τής) από το θ. σε –ισ τού αορ. πολλών ρ. (συνήθως σε ίζω), πρβλ. ῥαίω… …   Dictionary of Greek

  • αλιρραίστης — ἁλιρραίστης, ο (Α) αυτός που κάνει καταστροφές μέσα στη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. ἁλι * + ραίστης < ραίω «καταστρέφω, συντρίβω»] …   Dictionary of Greek

  • ανθρωπορραίστης — ἀνθρωπορραίστης, ο (Α) 1. αυτός που συντρίβει, που καταστρέφει τους ανθρώπους 2. τίτλος του Διονύσου στην Τένεδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνθρωπος + ραίστης < ραίω «θραύω, συντρίβω, καταστρέφω»] …   Dictionary of Greek

  • βοορραίστης — βοορραίστης, ο (Α) αυτός που εξολοθρεύει τα βόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους (βοός) + ραίστης < ραίω «συντρίβω, τσακίζω, εξολοθρεύω»] …   Dictionary of Greek

  • ραιστάζει — και ῥαστάζει Α (κατά τον Ησύχ.) «πονεῑ, ὠθεῑ». [ΕΤΥΜΟΛ. Τα ρ. έχουν σχηματιστεί από τους αμάρτυρους τ. *ῥαιστός ή *ῥαιστής (< ῥαίω «συντρίβω, καταστρέφω»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”