ῥαιστήριος

ῥαιστήριος

ῥαιστήριος, hämmernd; ἱδρώς, Schweiß der Schmiede beim Hämmern, Opp. Hal. 2, 28; Lycophr. 525; τὰ ῥαιστήρια, = ῥαιστῆρες, die Hämmer, Opp. Hal. 5, 153.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ῥαιστήριος — smashing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ραιστήριος — α, ον, Α [ῥαιστήρ] 1. αυτός που συνθλίβει, που συντρίβει ή αυτός που σφυρηλατεί 2. αυτός που καταστρέφει, που αφανίζει, ολέθριος, καταστρεπτικός («ῥαιστήρια φάρμακα», Απολλ. Ρόδ.) …   Dictionary of Greek

  • ῥαιστήρια — ῥαιστήριος smashing neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαιστήρι' — ῥαιστήρια , ῥαιστήριος smashing neut nom/voc/acc pl ῥαιστήριε , ῥαιστήριος smashing masc voc sg ῥαιστήριαι , ῥαιστήριος smashing fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαιστηρίαν — ῥαιστηρίᾱν , ῥαιστήριος smashing fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”