- ῥιζόθι
ῥιζόθι, an der Wurzel, Nic. frg. beim Schol. Nic. Ther. 462.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥιζόθι, an der Wurzel, Nic. frg. beim Schol. Nic. Ther. 462.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ριζόθι — Α επίρρ. στην ρίζα ή στις ρίζες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + επιρρμ. κατάλ. θι (πρβλ. θύρα θι)] … Dictionary of Greek
ρίζα — η / ῥίζα, ΝΑ, και ιων. τ. ῥίζη και αιολ. τ. βρίζα Α 1. βοτ. το κατά κανόνα υπόγειο τμήμα τού σώματος ενός φυτού, κύριες λειτουργίες τού οποίου είναι η στήριξη τού φυτού, η πρόσληψη από το έδαφος νερού και των διαλυμένων σ αυτό ανόργανων αλάτων,… … Dictionary of Greek