ῥιφή

ῥιφή

ῥιφή, ἡ, = ῥίμμα u. ῥῖψις, Lycophr. 235. 1326 u. a. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ῥιφῇ — ῥῑφῇ , ῥίπτω throw aor subj pass 3rd sg ῥιφή fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ριφή — ἡ, Α ρίψη. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού ῥιπή σχηματισμένος από το θ. τού παθ. αορ. β ἐ ρρίφ ην τού ῥίπτω] …   Dictionary of Greek

  • ῥιφαῖσιν — ῥιφή fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥιφῆς — ῥιφή fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημορριφής — δημορριφής, ές (Α) φρ. «δημορριφεῑς... ἀράς» κατάρες που ρίχτηκαν από τον λαό. [ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + ριφής < ριφή < ρίπτω] …   Dictionary of Greek

  • πετρορριφής — ές, Α γκρεμισμένος από βράχο («πετρορριφῆ θανεῑν», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + ρριφής (< ῥιφή < ῥίπτω), πρβλ δημο ρριφής] …   Dictionary of Greek

  • ποταμορριφής — ές, Μ (για τον Μωυσή) αυτός που τόν έριξαν, που τόν πέταξαν κάποτε στο ποτάμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + ρριφής (< ῥιφή < ῥίπτω), πρβλ. πετρο ρριφής] …   Dictionary of Greek

  • ῥιφάς — ῥιφά̱ς , ῥιφή fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥιφῇς — ῥῑφῇς , ῥίπτω throw aor subj pass 2nd sg ῥιφή fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”