- ῥεφανίς
ῥεφανίς, ἡ, ion. = ῥαφανίς, als v. l. Arist. probl. 9, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥεφανίς, ἡ, ion. = ῥαφανίς, als v. l. Arist. probl. 9, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ρεφανίς — ῑδος, ή, Α βλ. ραφανίδα … Dictionary of Greek
ραφανίδα — η / ῥαφανίς ίδος, ΝΜΑ, και ῥεφανίς ΜΑ 1. γένος, κατά τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας βρασσικίδες ή σταυρανθή με φαγώσιμη σαρκώδη ρίζα, με έντονη και καυστική γεύση, σημαντικότερα είδη τού οποίου… … Dictionary of Greek