- ῥιπτασμός
ῥιπτασμός, ὁ, das Hin- u. Herwerfen, u. intrans., das sich Hin- u. Herwerfen, Unruhe im Liegen; Hippocr.; καὶ διαβόησις, Plut. de cohib. ira 5; übertr., innere Unruhe, Seelenangst, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥιπτασμός, ὁ, das Hin- u. Herwerfen, u. intrans., das sich Hin- u. Herwerfen, Unruhe im Liegen; Hippocr.; καὶ διαβόησις, Plut. de cohib. ira 5; übertr., innere Unruhe, Seelenangst, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥιπτασμός — throwing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ριπτασμός — ο / ῥιπτασμός, ΝΜΑ [ῥιπτάζω] στριφογύρισμα στο κρεβάτι από ανησυχία και αϋπνία νεοελλ. ιατρ. νευρική διαταραχή που εκδηλώνεται με κινήσεις ασύντακτες και χωρίς συνέχεια αρχ. 1. το να ρίχνεται κανείς εδώ και εκεί 2. αμφιταλάντευση … Dictionary of Greek
ῥιπτασμοί — ῥιπτασμός throwing masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥιπτασμοῦ — ῥιπτασμός throwing masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥιπτασμῷ — ῥιπτασμός throwing masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥιπτασμόν — ῥιπτασμός throwing masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ριπταστικός — ή, όν, Α [ῥιπτάζω] 1. αυτός που κινείται ανήσυχα εδώ και εκεί 2. το ουδ. ως ουσ. ῥιπταστικόν ο ριπτασμός … Dictionary of Greek