- ῥιπταστικός
ῥιπταστικός, sich unruhig hin- und herwerfend, M. Ant. 1, 16 neben εὐμετακίνητος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥιπταστικός, sich unruhig hin- und herwerfend, M. Ant. 1, 16 neben εὐμετακίνητος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ριπταστικός — ή, όν, Α [ῥιπτάζω] 1. αυτός που κινείται ανήσυχα εδώ και εκεί 2. το ουδ. ως ουσ. ῥιπταστικόν ο ριπτασμός … Dictionary of Greek
ῥιπταστικόν — ῥιπταστικός tossing to and fro masc acc sg ῥιπταστικός tossing to and fro neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)