ῥύσιάζω

ῥύσιάζω

ῥύσιάζω, wegziehen, wegreißen, mit Gewalt weg nehmen; μηδὲ ἴδῃς μ' ἐξ ἑδρᾶν ῥυσιασϑεῖσαν, Aesch. Suppl. 424; Eur. Ion 523. 1406; – als Pfand wegnehmen, abpfänden, auspfänden, ἐνέχυρα λαμβάνω, Suid.; pass., Plut. Coriol. 5.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ῥυσιάζω — ῥῡσιάζω , ῥυσιάζω treat as a pres subj act 1st sg ῥῡσιάζω , ῥυσιάζω treat as a pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρυσιάζω — και δωρ. τ. ῥυτιάζω Α [ῥύσιον / ῥύτιον] 1. σύρω κάτι με τη βία, αρπάζω κάτι ως λάφυρο, αποσπώ 2. διαρπάζω («ῥυσιάζειν τὴν πόλιν», Διόδ. Σικ.) 3. παθ. ῥυσιάζομαι (στη Ρώμη σχετικά με τους οφειλέτες) σύρομαι με τη βία 4. (το απαρμφ. μέσ. ενεστ.)… …   Dictionary of Greek

  • ἀντιρυσιάσαι — ἀντιρῡσιά̱σᾱͅ , ἀντί ῥυσιάζω treat as a fut part act fem dat sg (doric) ἀντιρῡσιάσαι , ἀντί ῥυσιάζω treat as a aor inf act ἀντιρῡσιάσαῑ , ἀντί ῥυσιάζω treat as a aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥυσιάσαι — ῥῡσιά̱σᾱͅ , ῥυσιάζω treat as a fut part act fem dat sg (doric) ῥῡσιάσαι , ῥυσιάζω treat as a aor inf act ῥῡσιάσαῑ , ῥυσιάζω treat as a aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρρυσίαζον — ἐρρῡσίαζον , ῥυσιάζω treat as a imperf ind act 3rd pl ἐρρῡσίαζον , ῥυσιάζω treat as a imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥυσιάζει — ῥῡσιάζει , ῥυσιάζω treat as a pres ind mp 2nd sg ῥῡσιάζει , ῥυσιάζω treat as a pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρρυσίαστος — ἀρρυσίαστος, ον (Α) [ρυσιάζω] αυτός που δεν έχει ή είναι αδύνατον να αιχμαλωτιστεί …   Dictionary of Greek

  • ρυτιάζω — Α (δωρ. τ.) βλ. ῥυσιάζω …   Dictionary of Greek

  • ἐρρυσιάσθη — ἐρρῡσιάσθη , ῥυσιάζω treat as a aor ind pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρρυσίαζες — ἐρρῡσίαζες , ῥυσιάζω treat as a imperf ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥυσιαζομένους — ῥῡσιαζομένους , ῥυσιάζω treat as a pres part mp masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”