- ῥύσκομαι
ῥύσκομαι, Nebenform von ῥύομαι, ἦ γὰρ ὄλωλας ἐπίσκοπος, ὅς τέ μιν αὐτὴν ῥύσκευ Il. 24, 729.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥύσκομαι, Nebenform von ῥύομαι, ἦ γὰρ ὄλωλας ἐπίσκοπος, ὅς τέ μιν αὐτὴν ῥύσκευ Il. 24, 729.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ρύσκομαι — Α παρλλ. τ. τού ῥύομαι («ὅς τέ μιν αὐτὴν ῥύσκεν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥῡ τού ἐρύω (ΙΙ) «προστατεύω» + επίθημα σκω / σκομαι (πρβλ. βιώ σκομαι)] … Dictionary of Greek
ῥύσκευ — ῥύσκομαι pres imperat mp 2nd sg (epic doric ionic) ῥύσκομαι imperf ind mp 2nd sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥύσκεσθαι — ῥύσκομαι pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)