ῥόδαμνος

ῥόδαμνος

ῥόδαμνος, ὁ, = ῥάδαμνος, ὀρόδαμνος, Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ρόδαμνος — ο, Α βλ. ῥάδαμνος …   Dictionary of Greek

  • ράδαμνος — και ῥάδαμος και ῥόδαμνος, ὁ, Α απαλός μικρός βλαστός, μικρό κλαδί, κλωνάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. ῥᾰδ αμνος / ῥόδ αμνος (πρβλ. ὀρόδαμνος) με βραχύ φωνηεντισμό ᾰ/ο και επίθημα (α)μνος (πρβλ. σφένδαμνος, ῥάμνος, θάμνος) και ο τ. ῥᾱδιξ, ῖκος (πρβλ. λατ.… …   Dictionary of Greek

  • ροδάμνι — και ροδάμι, το, Ν βοτ. κλώνος, κλωνάρι, βλαστός, ο αρχ. ῥάδαμνος ή όρόδαμνος* («να μπουμπουκιάσει το κλαρί, ν ανοίξει το ροδάμι», δημ. τραγούδι). [ΕΤΥΜΟΛ. < *ροδάμνιον, υποκορ. τού ῥόδαμνος «βλαστός, κλωνάρι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”