ῥόδαξ

ῥόδαξ

ῥόδαξ, ακος, ἡ, dim. von ῥόδον, kleine Rose, vgl. Schäfer zu Greg. Cor. 240.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ρόδακας — και λόγιος τ. ρόδαξ, ο, Ν 1. μικρό τριαντάφυλλο, τριανταφυλλάκι 2. βοτ. ακτινωτή διάταξη τών φύλλων ορισμένων φυτών από κοντό βλαστό πάνω στην επιφάνεια τού εδάφους, όπως λ.χ. τού ραδικιού 3. γλυπτό κόσμημα σε σχήμα μικρού τριαντάφυλλου 4. (στη… …   Dictionary of Greek

  • ρόδο — το / ῥόδον, ΝΜΑ και αιολ. τ. βρόδον, Α το άνθος τής ροδής, το τριαντάφυλλο (α. «ο Απρίλης με τα λουλούδια κι ο Μάης με τα ρόδα» β. «φύεται αὐτόματα ρόδα», Ηρόδ. γ. «οὔτε γὰρ ἐκ σκίλλης ῥόδα φύεται οὐδ ὑάκινθος», Θέογν.) νεοελλ. φρ. α) «ρόδο τής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”