ῥόγχος

ῥόγχος

ῥόγχος, , das Schnarchen, wie ῥέγχος, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ρογχός — ὁ, Α ῥωχμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ῥογχός έχει σχηματιστεί είτε από την ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας τού ρ. ῥέγχω* είτε υποχωρητικά από τον τ. ῥογχάζω] …   Dictionary of Greek

  • ρόγχος — και ρόχος, ο, Ν [ρέγχω] 1. ροχαλητό, ροχάλισμα 2. ιατρ. στον πληθ. οι ρόγχοι χαρακτηρισμός τών πρόσθετων παθολογικών ήχων που παράγονται κατά την ακρόαση τών πνευμόνων σε ασθενείς με χρόνιες ή οξείες πνευμονικές παθήσεις 3. (φρ) «επιθανάτιος… …   Dictionary of Greek

  • ρόγχος — ο (ιατρ.), αναπνευστικός ήχος όχι φυσιολογικός· «επιθανάτιος ρόγχος», η δύσκολη αναπνοή εκείνου που πεθαίνει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • roncar — (Del lat. rhonchare.) ► verbo intransitivo 1 Producir un sonido grave e intenso al respirar, mientras duerme: ■ roncaba tanto que me levanté de madrugada para no oírle. SE CONJUGA COMO sacar 2 ZOOLOGÍA Llamar el gamo, u otro cérvido, a la hembra… …   Enciclopedia Universal

  • άσθμα — το (AM ἄσθμα και ἆσθμα) ιατρ. η ασθένεια, το άσθμα αρχ. μσν. 1. η πνοή, η αναπνοή 2. η ισχυρή πνοή, το δυνατό φύσημα (ζώου ή του ανέμου) αρχ. 1. το λαχάνιασμα 2. ο επιθανάτιος ρόγχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. άσθμα < *άνσθμα, που ανάγεται στην ΙΕ. ρίζα… …   Dictionary of Greek

  • αγγελόκρουσμα — το [αγγελοκρούω] 1. αιφνίδιο θανατηφόρο πλήγμα, που καταφέρεται από τον άγγελο τού θανάτου, ή ασθένεια που προξενεί ακαριαίο θάνατο 2. επιθανάτιος ρόγχος, ψυχορράγημα …   Dictionary of Greek

  • αγκομάχημα — και αγκομαχητό, το [αγκομαχώ] 1. δύσπνοια από κόπωση, ασθένεια κ.ά., λαχάνιασμα 2. επιθανάτιος ρόγχος, ψυχορράγημα 3. αναστεναγμός …   Dictionary of Greek

  • ανάσυρμα — το (Α ἀνάσυρμα) νεοελλ. 1. ανάσερμα, επιθανάτιος ρόγχος 2. αθόρυβη διέλευση, διολίσθηση αρχ. αυτό που βγήκε από ανύπαντρη μητέρα, κλεψίγαμο …   Dictionary of Greek

  • επιθανάτιος — ἐπιθανάτιος, α, ο (AM ἐπιθανάτιος, ον) [επιθάνατος] νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ετοιμοθάνατο (α. «επιθανάτιος ρόγχος» β. «επιθανάτια αγωνία») αρχ. μσν. επικήδειος, νεκρικός («μέλος ἐπιθανάτιον») μσν. φρ. «ἐπιθανάτιον γράμμα» η… …   Dictionary of Greek

  • μύσμα — το βαριά και συχνή αναπνοή με δύσπνοια, ρόγχος, βαθύς στεναγμός, βογγητό («όντε γροικώ αναστεναγμό και μύσμα τ αρρωστάρη», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μύσσω «βογγώ» + κατάλ. μα] …   Dictionary of Greek

  • ρέγχω — ῥέγχω ΝΜΑ, και ῥέγκω ΜΑ ροχαλίζω (α. «εἰς τὴν κοίλην τοῡ πλοίου καὶ ἐκάθενδε καὶ ἔρρεγχε», ΠΔ β. «καὶ ῥέγχει καθεύδων», Αριστοτ.) μσν. αρχ. μτφ. (για την ψυχή) κοιμάμαι βαριά, βρίσκομαι σε κατάσταση αναισθησίας και αδιαφορίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”