ῥόχθος

ῥόχθος

ῥόχθος, , das Rauschen, Brausen, bes. von sturmbewegten Meereswogen, ὑπὸ ῥόχϑοισι ϑαλάσσης, Nic. Al. 390; Lycophr. 402 u. öfter.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ῥόχθος — roaring masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρόχθος — ο / ῥόχθος, ΝΜΑ θορυβώδης ήχος, κυρίως η βοή τών κυμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικό παράγωγο τού ῥοχθῶ (για το επίθημα τού τ. πρβλ. βρό χθος, μό χθος)] …   Dictionary of Greek

  • ρόχθος — ο συνεχής θόρυβος, πάταγος, ιδίως των κυμάτων: Ο ρόχθος των κυμάτων τον ενοχλούσε τις πρώτες μέρες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ῥόχθοις — ῥόχθος roaring masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥόχθοισι — ῥόχθος roaring masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥόχθοισιν — ῥόχθος roaring masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥόχθον — ῥόχθος roaring masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μουγκρητό — και μουγγρητό, το 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μουγκρίζω, κραυγή θηρίου ή κατοικίδιου ζώου και ιδίως βοδιού ή αγελάδας, μυκηθμός, μουκάνισμα 2. (για πρόσωπα) γοερή και σπαρακτική κραυγή πόνου, ούρλιασμα, οιμωγή 3. (για τη θάλασσα) βοή,… …   Dictionary of Greek

  • παλίρροχθος — παλίρροχθος, ον (Α) αυτός που ηχεί από τον ήχο τών παλιρροιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + ῥόχθος «βοή κυμάτων»] …   Dictionary of Greek

  • ραχία — (I) και ιων. τ. ῥηχίη, ἡ, Α 1. η θάλασσα που φουσκώνει και σπάει στην ακτή (α. «ῥηχίη δ ἐν αὐτῷ καὶ ἄμπωτις ἀνὰ πᾱσαν ἡμέρην γίνεται», Ηρόδ. β. «αἴτιον δὲ λέγουσι Ποτιδαιῆται τῆς ῥηχίης και τῆς πλημμυρίδος καὶ τοῡ Περσικοῡ πάθεος γενέσθαι», Ηρόδ) …   Dictionary of Greek

  • ροίζος — ο / ῥοῑζος, ΝΜΑ, και ιων. τ. ῥοῑζος, ἡ, Α νεοελλ. ιατρ. αίσθημα τρομώδους δονήσεως, αντιληπτό κατά την ψηλάφηση και την ακρόαση, λ.χ. σε στένωση τής μιτροειδούς βαλβίδας τής καρδιάς, όπου θυμίζει ροχαλητό γάτας μσν. (σχετικά με τους ψαλμούς)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”