- παιωνικός
παιωνικός, v. l. für παιανικός, bei Ath. XIV, 696 e. – Aus päonischen Versfüßen bestehend, Schol. Ar. Equ. 303.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παιωνικός, v. l. für παιανικός, bei Ath. XIV, 696 e. – Aus päonischen Versfüßen bestehend, Schol. Ar. Equ. 303.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παιωνικός — παιωνικός, ή, όν (Α) [παιών] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιατρική τέχνη, θεραπευτικός 2. (για μετρικό πόδα) αυτός που αποτελείται από παιώνες («παιωνικαὶ ῥυθμοποιίαι», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
παιωνικός — healing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιωνικά — παιωνικός healing neut nom/voc/acc pl παιωνικά̱ , παιωνικός healing fem nom/voc/acc dual παιωνικά̱ , παιωνικός healing fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιωνικῶν — παιωνικός healing fem gen pl παιωνικός healing masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιωνικόν — παιωνικός healing masc acc sg παιωνικός healing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιωνικαῖς — παιωνικός healing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιωνικαί — παιωνικός healing fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιωνικοῦ — παιωνικός healing masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιωνικούς — παιωνικός healing masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιωνική — παιωνικός healing fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιωνικήν — παιωνικός healing fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)